ευκοινωνησία

ευκοινωνησία
εὐκοινωνησία, ἡ (Α) [ευκοινώνητος]
το να είναι κάποιος ευκοινώνητος, η αλληλεγγύη, η συντροφικότητα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • εὐκοινωνησία — εὐκοινωνησίᾱ , εὐκοινωνησία good fellowship fem nom/voc/acc dual εὐκοινωνησίᾱ , εὐκοινωνησία good fellowship fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐκοινωνησίας — εὐκοινωνησίᾱς , εὐκοινωνησία good fellowship fem acc pl εὐκοινωνησίᾱς , εὐκοινωνησία good fellowship fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐκοινωνησίαν — εὐκοινωνησίᾱν , εὐκοινωνησία good fellowship fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”